- ἀντιζυγία
- ἀντιζυγίᾱ , ἀντιζυγίαequivalencefem nom/voc/acc dualἀντιζυγίᾱ , ἀντιζυγίαequivalencefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιζυγία — η (Α ἀντιζυγία) [αντίζυγος] νεοελλ. παράταξη σε αντιμέτωπους ζυγούς αρχ. το να είναι κάτι ισοδύναμο με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
αντιζυγία — η παράταξη σε δύο ζυγούς αντιμέτωπους: Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν κατά αντιζυγία. … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιζυγίαν — ἀντιζυγίᾱν , ἀντιζυγία equivalence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)